беглец - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

беглец - translation to πορτογαλικά

СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ
Беглец (фильм); Беглец (телесериал)

беглец      
fugitivo (m)
alcançar o fugitivo      
догнать беглеца, настичь беглеца
alcançar o fugitivo      
догнать беглеца, настичь беглеца

Ορισμός

БЕГЛЕЦ
тот, кто предпринял побег 1, спасся бегством (в 1 знач.).

Βικιπαίδεια

Беглец

Бегле́ц:

  • Беглец (правосудие) (англ. fugitive) — разыскиваемый преступник, сбежавший из-под стражи.
  • «Беглец» — поэма М. Ю. Лермонтова (1838).
  • «Беглец» — альбом Вадима Курылёва (2005).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για беглец
1. "Восстановите сроки обжалования!" - попросил беглец.
2. - В следующий раз знать будет, - процедил беглец.
3. Беглец собирался добраться до родителей-москвичей.
4. Задержан беглец после сообщения бдительных граждан.
5. Не поверите - беглец обнаружился через две недели.